- χοροπήδημα
- το, -ατοςζωηρό πήδημα, ρυθμικό πήδημα: Κοντεύουν να ρίξουν το πάτωμα με τα χοροπηδήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοροπήδημα — το, Ν [χοροπηδώ] ζωηρό ή ρυθμικό πήδημα, ιδίως από χαρά … Dictionary of Greek
βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα … Dictionary of Greek
χοροπηδητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χοροπήδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροπηδώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek